Τρίτη 19 Ιουνίου 2018

ΖΩΗ ΣΕ ΠΟΛΕΜΟ

 
 
 Φραντζέσκα, η ηρωίδα μου… Αθηνά, η μητέρα μου… Ζωή σε πόλεμο, η ζωή της…
Η ιστορία της, η διαδρομή της, οι επιλογές της, η σχέση μας και τα δεκαεννιά χρόνια που έμεινα μαζί της. Σε πόλεμο με όλους η μητέρα μου. Μ’ εμένα, με τους φίλους της, με τους δικούς της, με την ίδια τη ζωή τελικά…
Μαζί με την ιστορία της και τα δικά μου παιδικά και εφηβικά χρόνια. Λόγια που δεν ειπώθηκαν, παραλείψεις, πράξεις που πλήγωσαν, χαμένες αγκαλιές και δάκρυα. Όλα μέσα σε τούτες τις σελίδες, που εκτός από βιογραφία έγιναν κι ένα επίπονο ταξίδι στο δικό μου χθες, στην αφετηρία μου…

Ποτέ μου δεν φαντάστηκα ότι πίσω απο το χαμόγελο της συγγραφέως Λένας Μαντά κρύβεται ένα πληγωμένο παιδί απο τους γονείς του και ειδικότερα από την ίδια του την μητέρα!!! Κι όμως υπάρχουν πληγωμένα παιδιά απο τους χωρισμένους γονείς τους και τις λάθος επιλογές τους, τις λάθος ζωή τους ή ακόμα την ζωή τους συνέχεια σε πόλεμο με τους άλλους που τα παιδιά αυτά καταλήγουν τα πιο ευτυχισμένα παιδιά. Γιατί παραδόξως το πως μεγάλωσαν και τι τράβηξαν διάλεξαν για τον εαυτό τους να είναι ευτυχισμένα και να δημιουργήσουν μια δεμένη οικογένεια ή ακόμα να φροντίζουν και να μεγαλώνουν τα παιδιά τους όπως δεν έκαναν οι γονείς τους. 
Κι όμως υπάρχουν πολλές μητέρες σαν την Φραντζέσκα ή Αθηνά και πολλά παιδιά σαν την ζωή που έζησε η Κάλλια ή Λένα. Απλά δεν ξέρουμε τις ιστορίες τους. Συγκλονιστική η ιστορία της συγγραφέως. Ταξίδεψα μαζί της, θύμωσα, έκλαψα, διάβαζα την κάθε σελίδα με αγωνία για την συνέχεια...Λίγα είναι τα βιβλία που σε κάνουν να θέλεις να τα τελείωσεις, να δεις τι θα γίνει στις τελευταίες του σελίδες....Αγωνία η κάθε σελίδα που διάβαζα.....
Είναι ένα βιβλίο που μακάρι να το διάβαζαν όλοι οι γονείς. Είναι ένα βιβλίο για το πως οι γονείς επηρεάζουν με τις λάθος πράξεις τους τα παιδιά τους και δυστηχώς αφήνουν πληγές στις αθώες ψυχές τους. 
Συγχαρητήρια στην συγγραφέα Λένα Μάντα που μπόρεσε να γράψει ένα βιβλίο με την ζωή της και την μητέρα της. Σίγουρα δυσκολεύτηκε πολύ ψυχικά αλλά τα κατάφερε!!!

Απόσπασμα απο το βιβλίο.
  
Εισαγωγή και… αναδρομή στο παρελθόν


Μαμά, γιατί ήρθαμε εδώ; Δε μου αρέσει καθόλου αυτό το σπίτι!»

Κοίταξε το απογοητευμένο προσωπάκι της κόρης της και προσπάθησε να δει το νέο τους κατάλυμα μέσα από τα δικά της μάτια. Δεν την αδικούσε. Μπορεί να ήταν λίγο μεγαλύτερο από το σπίτι τους στον Χολαργό, αλλά εκείνο είχε έπιπλα, ενώ αυτό όχι. Εκείνο είχε κήπο και ήταν φωτεινό, τούτο ήταν σε μια πολυκατοικία, σ’ ένα στενό των Αμπελοκήπων, και αρκετά σκοτεινό. Το μπαλκόνι του σαλονιού, μάλιστα, έβλεπε σε θερινό κινηματογράφο· μια γιγάντια οθόνη και πλαστικές καρέκλες, στριμωγμένες ανάμεσα σε ψηλές πολυκατοικίες, με το αγιόκλημα να καταβάλλει προσπάθειες να σταθεί στο ύψος του για να σκορπίσει την ευωδιά του στους θαμώνες, δίνοντας την ψευδαίσθηση ενός δροσερού παραδείσου, ανάμεσα σε τόνους τσιμέντου.
 Έσπρωξε μαλακά τη δυσαρεστημένη εξάχρονη στο εσωτερικό του διαμερίσματος και έκλεισε πίσω τους την πόρτα. Βρίσκονταν σ’ έναν άδειο χώρο, που κανονικά θα έπρεπε να ήταν το χολ. Αριστερά τους ανοιγόταν ένα μεγαλύτερο δωμάτιο, που προοριζόταν για σαλόνι, αλλά τώρα είχε τοποθετηθεί εκεί το κρεβάτι της μικρής, καθώς κι ένας μπουφές που φιλοξενούσε το καλό της σερβίτσιο, αυτό που είχαν δίκαια μοιράσει με τον πρώην άντρα της. Ευθεία, μια πόρτα έδειχνε την είσοδο στη μοναδική κρεβατοκάμαρα του σπιτιού, που εκτός από μια τεράστια καφέ βαλίτσα δεν είχε τίποτε άλλο για να γεμίσει. Δεξιά ήταν η κουζίνα, που δύσκολα θα χωρούσε και τις δύο, και ακριβώς δίπλα το μπάνιο με διαστάσεις κλουβιού.

Είχε περάσει ώρες να το καθαρίσει και να το βάψει, προκειμένου να το κάνει να φαίνεται καλύτερο απ’ ό,τι ήταν. Τα αποτελέσματα ήταν φτωχά και το ήξερε, αλλά προς το παρόν δεν μπορούσε να κάνει τίποτα περισσότερο. Το πορτοφόλι της περιείχε μόλις δεκατέσσερις δραχμές και στο άμεσο μέλλον δεν προβλεπόταν να μπουν άλλα χρήματα. Σουρούπωνε και η απουσία κουρτινών επέτρεπε στον ήλιο να διαπερνά τα γύρω ψηλά κτίρια και να στέλνει κάποιες από τις αχτίδες του να φωτίσουν τον χώρο. Κάθισε δίπλα στην κόρη της, που είχε βολευτεί στο κρεβάτι της και με κατεβασμένο κεφάλι φαινόταν να έχει προσηλωθεί στο ξύλινο πάτωμα, ακίνητη σαν άγαλμα. Λίγες μέρες έμεναν μέχρι ν’ αρχίσουν τα σχολεία και η μικρή της θα πήγαινε πρώτη δημοτικού. Είχε φροντίσει πριν από τη μετακόμιση να βρει σχολείο και να τη γράψει. Δεν ήταν αρκετά κοντά. Έπρεπε κάθε πρωί να ανεβαίνουν τη Σοφίας Σλήμαν, όπου πλέον βρισκόταν το σπίτι τους, να περπατούν κατά μήκος της πολύβουης Κηφισίας και να μπαίνουν στην Αχαΐας, εκεί όπου βρισκόταν το μεγάλο κτίριο. Και βέβαια κάθε μεσημέρι να κάνουν την αντίστροφη διαδρομή. Πριν από αυτό, όμως, έπρεπε να φροντίσει για πολύ πιο ουσιαστικά πράγματα. Δεν είχε να περιμένει τίποτα κι από κανέναν, και χρειαζόταν δουλειά.
 Στράφηκε πάλι στη μικρή, που δεν είχε σαλέψει καθόλου. Της χάιδεψε τα μακριά της μαλλιά και επιτέλους εκείνη την κοίταξε.

«Εδώ θα μένουμε πια;» τη ρώτησε έτοιμη να κλάψει.

«Ναι, αλλά θα το φτιάξουμε και θα γίνει πολύ όμορφο!»

«Και ο μπαμπάς; Μόνος του θα μένει;»

«Δε σου εξήγησα, Κάλλια μου; Δεν τα είπαμε τόσες φορές; Με τον μπαμπά δεν μπορούμε να μένουμε πια μαζί…»

«Γιατί μαλώσατε! Μου το είπες! Και μ’ εμένα μαλώνεις, αλλά πάντα με συγχωρείς! Εκείνον γιατί δεν μπορείς να τον συγχωρέσεις;»
 
 «Δεν είναι το ίδιο, καρδούλα μου! Όταν δύο μεγάλοι μαλώνουν συνέχεια, είναι καλύτερα να μη μένουν μαζί πια!»

«Κι εγώ; Δε θα ξαναδώ τον μπαμπά μου;»

«Μα τι λες τώρα; Τι είπαμε; Όλη την εβδομάδα θα είμαστε μαζί, και τις Κυριακές, που δε θα έχεις σχολείο, θα πηγαίνεις να βλέπεις τον μπαμπά!»

«Κι αν δε θέλω;»

Άνοιξε το στόμα να της απαντήσει, αλλά το έκλεισε, καθώς το μυαλό της κόλλησε στην ερώτηση του παιδιού. «Τι θα πει αυτό τώρα;» ζήτησε διευκρινίσεις, για να μη δώσει λάθος απάντηση.
 
 «Έχω θυμώσει μαζί του! Δεν ήρθε να μας αποχαιρετήσει και…» Έκοψε την κουβέντα του στη μέση το παιδί και έπλεξε τα δάχτυλά του, σημάδι πως ήταν αναστατωμένο.

Την πήρε στην αγκαλιά της για να την κάνει να νιώσει ασφαλής, ώστε να συνεχίσει. «Και;» επέμεινε. «Για τι άλλο έχεις θυμώσει με τον μπαμπά;»

«Επειδή δε μας κράτησε! Έπρεπε να κλειδώσει όλες τις πόρτες και τα παράθυρα για να μη μας αφήσει να φύγουμε! Αν μας αγαπούσε, δε θα μας άφηνε να φύγουμε!» της απάντησε η μικρή κλαίγοντας πια.

Την έσφιξε πάνω της, καθώς οι λυγμοί τράνταζαν το παιδικό κορμί. Λέξη δε βγήκε από τα χείλη της. Τα σφράγισε με πείσμα καθώς όσα ξεχείλιζαν το μυαλό και την ψυχή της δεν μπορούσε να τα πει σ’ ένα παιδί. Τα δέκα χρόνια της κοινής ζωής της με τον Στέλιο ήταν νωρίς για να τα μάθει η κόρη της. Υποψιαζόταν ότι και στο μέλλον θ’ αντιμετώπιζε ανάλογες ερωτήσεις και θα έπρεπε κάποια στιγμή να της δώσει μια συγκεκριμένη απάντηση στο γιατί χώρισε, αλλά ήταν σύνθετο το πρόβλημα και ένα εξάχρονο θέλει απλά γεγονότα για να μπορέσει να τα κατανοήσει. Εδώ δεν κατάλαβαν οι γονείς της και της έκλεισαν την πόρτα μόλις τους ανακοίνωσε την απόφασή της να πάρει διαζύγιο.

Πίεσε το μυαλό της ν’ απομακρυνθεί από εκείνες τις αναμνήσεις. Είχε καιρό, το βράδυ που η κόρη της θα κοιμόταν, να θυμηθεί και να κλάψει… Τώρα έπρεπε να την ηρεμήσει. Αποτραβήχτηκε λίγο και αυτή η ανεπαίσθητη κίνηση έσπρωξε τα δακρυσμένα μάτια να κοιτάξουν τα δικά της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΤΟ ΜΠΛΕ ΖΑΦΕΙΡΙ

  Τι είναι η αγάπη; Δεν υπάρχει τίποτε στον κόσμο, ούτε ο άνθρωπος ούτε ο διάβολος ούτε πράγμα, που να το θεωρώ τόσο ύποπτο σαν τον έρωτα, π...